- περιαγωγίς
- -ίδος, ἡ, Απεριαγωγεύς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ-αγωγίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιαγωγίδας — περιαγωγίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδες — περιαγωγίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδος — περιαγωγίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγωγίδων — περιαγωγίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)